γράφει ο Παναγιώτης Λυγνός
Τα χρόνια τα ασπρόμαυρα, τότε που τα αυτοκίνητα ήτανε χάροι με ρόδες, τότε που αυτοί οι σιδερένιοι χάροι ούτε στα καλύτερα τους όνειρα δεν μπορούσαν να φανταστούν πως μετά από 40-50 χρόνια θα στοίχειωναν τα όνειρα κάποιων που επιμένουν όντας μέσα στο τεχνικολόρ, να θέλουν να επιστρέφουν νοερά και με δόσεις, εκεί, στα χρόνια τα ασπρόμαυρα, εκεί στον Μπάρκουλη με το Skoda Octavia κάμπριο και τα κορίτσια με τα φουρό να κάθονται επάνω από το πίσω κάθισμα στο πόρτ-μπαγκάζ με τα μαλλιά να ανεμίζουν. Αυτοκίνητα και αυτά, σίδερα μιας απλής φόρμας και μορφής, με εξαρτήματα ατάκτως εριμμένα και μονταρισμένα. Ο ποιοτικός έλεγχος της παραγωγής στα σπάργανα έως ανύπαρκτος, πέρναγες χωματόδρομο με κλειστά τζάμια και το χώμα που έμπαινε ήτανε τόσο, που έγραφες με το δάχτυλο υπερήφανα επάνω στη σκόνη στο σιδερένιο ταμπλό, Ford Taunus και ζωγράφιζες στη σκόνη τον Κόσμο που είχε στο σήμα εμπρός στο καπώ.
Τα φώτα τους ίδια με τα καντήλια του κυρ-Μανόλη του καντηλανάφτη, πήγαινες ταξίδι και οι πυγολαμπίδες φώτιζαν την άκρη του δρόμου για να βλέπεις τα γκρέμια, ζήταγες λάμπα από τον βενζινά στην επαρχία για το πίσω φανάρι και σε ρώταγε 6 ή 12 Volt, 12 του έλεγες άνω – κάτω σκάλα, ήτανε βλέπεις διπλό το νήμα της από τότε, 15/5 watt, τεχνολογία, τι να λέμε τώρα, 6βολτα ήτανε οι Σκαραβαίοι, κάτι Ford και άλλα Αγγλογερμανικά τεχνολογικά και αστραφτερά οχήματα της εποχής, πολύ αστραφτερά, με χρώματα Duco για τα ακριβά, Jaguar, Mercedes, Triumph, Singer, και Dulux για τα πιο δεύτερα, τα λαϊκά, κάτι Φιατάκια, Νεκαράκια, Σίμκα, κλπ.
Όσοι ήτανε της περιπέτειας, είχανε πάντα στο ντουλαπάκι τους 2 φακούς και 12 μπαταρίες τετράγωνες BEREC για τα βλέπουνε να αλλάζουν κάθε 50-100 χλμ λάστιχο, που να τολμήσεις να πας στη Λιβαδειά για σουβλάκι μέσα στα μαύρα σκοτάδια χωρίς 3-4 λάστιχα μαζί σου, λάστιχα απίθανα, μαύρα λαστιχένια κουλούρια τυλιγμένα γύρω από 4 ταμπούρα με υδραυλικά κυλινδράκια παρακαλώ, όχι σαν κάτι παλαιά αμάξια με συρματόσχοινα, τι νόμιζες ? εδώ έχουμε τεχνολογία.
Πάταγες φρένο από την ιλιγγιώδη ταχύτητα των 60 χλμ με 4 άτομα μέσα και οι ρόδες είχαν τόσο ισχυρή τάση αυτονόμησης που έλεγες, δε μπορεί, η ελευθερία ανακαλύφτηκε από τις ρόδες των αυτοκινήτων, η κάθε μια είχε και το δικό της μπαϊράκι να θέλουν να πάνε στα 4 σημεία του ορίζοντα, τα μπόσικα στο σύστημα διεύθυνσης ήτανε στην 1η ζήτηση, καλά για το πέλμα δε το συζητάω, ίσιο ψαροκόκαλο και με κράτημα βούτυρου σε πάγο, τα αμορτισέρ ήταν τριβής ή στα τελευταία μοντέλα υδραυλικό με μοχλικό, το ξανάκανε το σύστημα μόδα η Suzuki πριν λίγα χρόνια σε κάποια μοτοσικλέτα της. Αφού οι πιο πολύ θάνατοι στα ατυχήματα της εποχής είχαν σημειωθεί από καρδιακές προσβολές, γιατί το ρημάδι από 80 χλμ σταμάταγε στα 224 μέτρα.
Τα τιμόνια είχανε την ακρίβεια της λαγουδέρας σε ψαρόβαρκα με 8 μποφόρ αέρα, έστριβες εδώ και άκουγε εκεί, κάπου 15 μέτρα πιο κάτω, πήγαινες ευθεία και το τιμόνι το έκανες 30ο δεξιά - αριστερά για να είσαι μέσα στα όρια της άσπρης γραμμής, τεχνολογία εποχής, ατέρμονας με κοχλία και με ακρίβεια κατεργασίας κάποιους πόντους.
Το σαλόνι ήτανε κάτι τριθέσιοι καναπέδες, που όταν έστριβες ζωηρά ( τρόπος του λέγειν ζωηρά ) ταξίδευες μέσα γλιστρώντας σαν σαπούνι στη μπανιέρα, το σιδερένιο ταμπλό, τα σιδερένια πόμολα στις πόρτες, και τα επίσης σιδερένια χερούλια για τα παράθυρα καθώς οι κοκαλένιοι διακόπτες στο ταμπλό σε κοιτούσαν δολοφονικά και περίμεναν πότε θα σκάσεις επάνω τους να σε στείλουν αδιάβαστο, μετά από 40+ χρόνια το μεταλλικό ταμπλό έγινε must πινελιά στο Fiat Coupe.
Τα φινιστρίνια στις μπροστινές πόρτες άνοιγαν μερικές μοίρες και είχαν κάτι κλείστρα λες και ήταν καριοφίλια, οι θήκες με λάστιχο στις ταπετσαρίες στις πόρτες χώραγαν μόλις ένα χάρτη και ένα μολύβι, ίσα για να μη χαθείς στους γύρω χωματόδρομους και τα αμπέλια, σήμερα δεν νοείται σοβαρό αυτοκίνητο χωρίς GPS τρομάρα μας.
Καλά δεν λέω για τα φλάς, φωτινές λεπίδες στις μεσαίες κολώνες που χτυπούσαν τους ποδηλάτες όταν άνοιγαν, όταν άνοιγαν, ναι, τότε υπήρχαν πολλοί ποδηλάτες με ποδήλατα Bismark κυρίως, και Olympic.
Οι καθαριστήρες μιας ταχύτητας, 15 εκ λαστιχένιας λουρίδας που με το ένα χέρι οδηγούσες και με το άλλο κρατώντας το πετσί σκούπιζες μια έξω και μια μέσα.
Κάτι παλιότερα μοντέλα εξερευνητικού τύπου για τους πιο περιπετειώδεις εραστές των εκδρομών είχαν το μοτέρ του καθαριστήρα στο τζάμι, στο επάνω μέρος με τον μαύρο διακόπτη από βακελίτη να σε προτρέπει να τον γυρίσεις για να αρχίσει το ταξίδι της κοντής λαστιχένιας λεπίδας επάνω στο ίσιο παρμπρίζ, το οποίο το καλοκαίρι έπεφτε επάνω στο καπό για να αερίζεται ο ευτυχής οδηγός και να ανεμίζουν ανέμελα οι κοτσίδες ή οι φράντζες της συνοδού του, ροζ εποχές με ροζ συννεφάκια για ροζ ανθρώπους.
Πως, και εξαερισμό είχε, καθώς έμπαζε από παντού αλλά τα χνώτα των επιβατών από την αγωνία τους θόλωναν τα τζάμια στο καμάρι της αυτοκρατορίας της Γηραιάς Αλβιόνας, άσε που έπρεπε να είχες μέσα βαλίτσα με κουβέρτες για να μοιράζεις στους επιβάτες όταν η εξωτερική θερμοκρασία ήτανε κάτω από τους 10ο αφού έμπαζε από παντού και κρύο και νερά, κυρίως από τα πεντάλ και το χειρόφρενο στο πάτωμα.
Έβλεπε η μάνα σου τη βαλίτσα και φώναζε γιατί νόμιζε ότι χώρισες, Α ! γιόκα μου, καλά έκανες και την παράτησες την ανεπρόκοπη, στο έλεγα εγώ, αυτή δεν είναι για σένα, ρε μάνα της έλεγες, βόλτα θα πάμε με τους συνάδελφους από το γραφείο, τίποτα η γριά, δεν καταλάβαινε από βόλτες με την κούρσα, το μυαλό της στο κακό για το γιόκα της, το καμάρι της.
Τα ηλεκτρικά ήτανε μια σοφιστικέ εγκατάσταση 10 καλωδίων, 1 για τη μίζα, 1 για το δυναμό, 2 από την μπαταρία, 4 για τα φώτα, άντε και κανά δυό παραπάνω αν η κούρσα ήτανε ακριβή, καλά για ασφάλειες δεν το συζητάω, μία και αυτή κεντρική, στα 5 χρόνια το τρέχανε το ρημάδι στον ηλεκτρολόγο για αλλαγή όλης της ηλεκτρικής εγκατάστασης, τράβαγε καλώδια ο παππούς καθότι εμπειρικός ηλεκτρολόγος από την Power όταν έκλεισε και έγινε ΔΕΗ, τράβαγε λοιπόν τις γραμμές με το βοηθό του που σπούδαζε ηλεκτρολόγος στο σπίτι με τα πράσινα βιβλία του ιδρύματος Ευγενίδη και τύλαγε τα καλώδια με μαύρη πάνινη εμποτισμένη ταινία γιατί η πλαστική από PVC δεν είχε έρθει ακόμα στην αγροτική Ελλάδα. του ΄60.
Ζήταγες λάδι πολύτυπο τότε W15-30 και όλοι νόμιζαν ότι έχεις Ferrai, Maseratti, άσε που δεν είχανε όλα τα βενζινάδικα, ποια όλα, ούτε 200 δεν ήτανε σε όλη τη χώρα, τότε ήτανε μόνο Shell, Mobil, Caltex, BP, μετά ήρθε η Esso και οι υπόλοιποι πετρελαιάδες.
Αν η κούρσα ήτανε ακριβή είχε και ράδιο στα μεσαία, λαμπάτο, 15’ για να ζεσταθεί, στα επόμενα χρόνια η διασκέδαση στην κούρσα πήρε άλλη διάσταση με τα πικάπ της Φίλιπς και τα 45άρια δισκάκια, ακουγότανε Καζαντίδης και Αγγελόπουλος και Καίτη Γκρέϋ από τα Austin, τα Morris και τα Fiat / Neckar1100, Νeαl Sedaka, Pat Boon και Σπίντι Γκονζάλες από τα κάμπριο, Renault Caravelle, Skoda Octavia, Peugeot 403, και Buick, Chevrolet και άλλα ξεχασμένα. Τα διαστημικά κασετόφωνα ήρθαν αργότερα, με τη Χούντα.
Α! ρε τεχνολογία, ποιος σε έχασε για να βρεθείς στον σκατότοπο που ευδοκιμούν οι κουραμπιέδες, τα λαμόγια, οι δήθεν, και οι πολιτικοί.
Οι προφυλακτήρες των Αμερικάνικων της εποχής είχαν τόσο σίδερο που για να τον τοποθετήσει ο μάστορας ξάπλωνε κάτω, και του τον ακουμπούσαν στο στήθος 2 πιτσιρικάδες βοηθοί και όλοι μαζί τον σήκωναν με τα πιτσιρίκια στα άκρα για ισορροπία μέχρι να πιάσει 2 βίδες, οι μάσκες όλες από αντιμόνιο, έτσι έλεγαν το κράμα αυτό του ψευδάργυρου / κασσίτερου τα μαστόρια, το ίδιο και τα στεφάνια των φαναριών, μόνο το Peugeot 403 και αργότερα το 404 τότε είχε στεφάνια, προφυλακτήρες και πλαϊνά διακοσμητικά από βουρτσισμένο ανοξείδωτο.
Από ανοξείδωτο ήταν και τα διακοσμητικά στο εσωτερικό των ταξί ,και τα φρύδια στα φτερά που έφτιαχναν σε ένα απίστευτο μάστορα εκεί στη Λαγουμιτζή οι ταξιτζήδες στα Mercedes 190 του 1963.
Ωραία χρόνια, ασπρόμαυρα γεμάτα λάσπη 6 μήνες, και χώμα τους άλλους 6, οικόπεδα με δόσεις 5 λεπτά από την Ομόνοια, τα κορίτσια φόραγαν φορέματα από τσίτι και την Κυριακή είχε γήπεδο για τα αγόρια και σινεμά το απόγευμα, τον τόπο τον όριζαν 10 οικογένειες που πήγαιναν τους υπόλοιπους σαν τα γαλιά με τη γκλίτσα, και τώρα οι ίδιες οικογένειες είναι, μη γελιόμαστε, απλά είναι λίγο περισσότερες γιατί και τα ποσά είναι μεγαλύτερα οπότε το φαγοπότι συνεχίζεται με αμείωτη ένταση.
Τώρα βλέπουμε τους χάρους με νοσταλγία, χαμένοι σε ένα δικό μας συναίσθημα, το μόνο που δεν μπορούν να μας πάρουν ή να μας φορολογήσουν, συναίσθημα καταφύγιο για την επιβίωση της ψυχής, συναίσθημα που αν δεν το ελέγξεις καραδοκεί να σε καταπιεί και να σε καταντήσει σαν τους τραγικούς ιστορικούς ( τραγικοί γιατί έχουν αναμνήσεις ανθρωπιάς σε εποχές που ευδοκιμεί η αμνησία ) που βολοδέρνουν στα διάφορα Forum των site για αυτοκίνητα, διαβάζοντας και γράφοντας ονειροπολώντας να αναστηλώσουν και να ξανατσουλήσουν σάπια σίδερα ψάχνοντας στα βάθη της ψυχής τους σημάδια από τη δική τους νιότη, ρε πως καταντάει ο άνθρωπος.